- δάμασμα
- τοη τιθάσευση, η εξημέρωση: Το δάμασμα των στοιχείων της φύσης υπήρξε πάντα μια από τις επιδιώξεις του ανθρώπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δάμασμα — το (Μ δάμασμα) [δαμάζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού δαμάζω, η τιθάσευση, η καθυπόταξη … Dictionary of Greek
δάμαση — η (AM δάμασις) [δαμάζω] το δάμασμα … Dictionary of Greek
δαμασμός — ο (AM δαμασμός) [δαμάζω] το δάμασμα … Dictionary of Greek
δμήσις — δμῆσις, η (Α) [δάμνημι] δάμασμα, τιθάσευση («ἵππων δμῆσις») … Dictionary of Greek
πωλεία — και πωλέα, ἡ, Α [πωλεύω] 1. δάμασμα, εκγύμναση πουλαριών 2. εκτροφή πουλαριών … Dictionary of Greek
εξημέρωμα — το, ατος 1. τιθάσευση, δάμασμα, (η)μέρωμα. 2. μτφ., κατευνασμός, καλμάρισμα. 3. εκπολιτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)